Λέξη: ακαδημαϊκός

Σχετικές λέξεις: ακαδημαϊκός

ακαδημαϊκός πολίτης, ακαδημαϊκός γραμματισμός, ακαδημαϊκός ρεαλισμός, ακαδημαϊκός χάρτης της χώρας, ακαδημαϊκός χάρτης, ακαδημαϊκός ορισμός, ακαδημαϊκόσ ρόλοσ ανοικτού πανεπιστημίου, ακαδημαϊκόσ λόγοσ, ακαδημαϊκός κώστας καδής, ακαδημαϊκός αγγλικα

Συνώνυμα: ακαδημαϊκός

κολλεγιακός, σχολικός, φιλολογικός, εκπαιδευτικός, σχολαστικός

Μεταφράσεις: ακαδημαϊκός

ακαδημαϊκός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
academic, academician, scholar, an academic, academia

ακαδημαϊκός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
académico, académica, académicos, académicas, académico de

ακαδημαϊκός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
akademiker, wissenschaftlerin, akademisch, Wissenschaftler, Akademiker, wissenschaftlich, akademischen

ακαδημαϊκός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étudiant, académiste, académicien, théorique, scientifique, académique, universitaire, scolaire, universitaires, académiques

ακαδημαϊκός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accademico, accademica, accademici, scolastico, accademiche

ακαδημαϊκός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estudante, acadêmico, acadêmica, académico, académica, lectivo

ακαδημαϊκός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
academisch, academische, wetenschappelijke, academiejaar, wetenschappelijk

ακαδημαϊκός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
университетский, академический, учебный, фундаментальный, академичный, гуманитарный, академическая, академической, академических

ακαδημαϊκός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
akademisk, akademiske, faglig, faglige, vitenskapelig

ακαδημαϊκός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
akademisk, akademiker, akademiska, akademiskt, den akademiska, vetenskaplig

ακαδημαϊκός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
opillinen, akateeminen, sovinnainen, saivarteleva, akateemisen, akateemista, akateemisten, akateemisia

ακαδημαϊκός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
akademisk, akademiske, faglige, faglig, fagligt

ακαδημαϊκός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
teoretický, vědecký, konvenční, akademik, akademický, akademické, akademická, akademickou

ακαδημαϊκός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
naukowy, akademickość, formalny, jałowy, naukowiec, akademik, teoretyczny, akademicki, akademickiego, akademickie, akademickim

ακαδημαϊκός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
akadémiai, formalista, elméleti, akadémikus, egyetemi, tudományos, tanulmányi, felsőoktatási

ακαδημαϊκός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
akademik, öğretim, bir akademik

ακαδημαϊκός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фундаментальний, академічний, гуманітарний, навчальний, учбовий, навчального

ακαδημαϊκός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
akademik, akademike, akademik i, shkollor, akademik të

ακαδημαϊκός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
академическия, академичен, академична, академичната, учебен, академично

ακαδημαϊκός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
навучальны, вучэбны

ακαδημαϊκός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
akadeemiline, akadeemik, õppejõud, akadeemilise, akadeemiliste, akadeemilist, akadeemilised

ακαδημαϊκός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
akademski, akademska, akademske, akademsko, akademskog

ακαδημαϊκός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fræðilegum, fræðileg, fræðilegt, bóklegt, fræðilegar

ακαδημαϊκός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laipsnis, akademinis, mokslo, akademinės, akademinė, akademiniai

ακαδημαϊκός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
akadēmisks, akadēmiķis, akadēmiskā, akadēmisko, akadēmiskais

ακαδημαϊκός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
академска, академските, академскиот, академската, академски

ακαδημαϊκός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
universitar, academic, academice, academică, academica

ακαδημαϊκός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
akademska, akademsko, akademski, akademske, akademskega

ακαδημαϊκός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
humanitní, vysokoškolský, akademický, školský, akademického
Τυχαίες λέξεις