Баловень στα ελληνικά
Μετάφραση: баловень, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγαπημένος, θωπεύω, αγάπη, αγάπη μου, Ντάρλινγκ, darling, η αγάπη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- баловать στα ελληνικά - παραχαϊδεύω, χαλώ, κακομαθαίνω, γιαγιά, εντρυφώ, βαβά, θωπεύω, ...
- баловаться στα ελληνικά - βλάκας, κοροϊδεύω, χαζός, παιδιαρίζω, piddle, κατουρώ
- баловник στα ελληνικά - θωπεύω, αγαπημένος, βρομόπαιδο, αχινός, άτακτος, πονηρά, κακός, ...
- баловница στα ελληνικά - πανέμορφο, πανέμορφα, πανέμορφη, υπέροχα, πανέμορφες
Τυχαίες λέξεις
Баловень στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγαπημένος, θωπεύω, αγάπη, αγάπη μου, Ντάρλινγκ, darling, η αγάπη
Μεταφράσεις: αγαπημένος, θωπεύω, αγάπη, αγάπη μου, Ντάρλινγκ, darling, η αγάπη