Безоружный στα ελληνικά
Μετάφραση: безоружный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανυπεράσπιστος, άοπλος, αφοπλισμένος, άοπλης, άοπλη
Μεταφράσεις
- безопасность στα ελληνικά - αντίκρισμα, ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, ασφάλισης
- безопасный στα ελληνικά - χρηματοκιβώτιο, ασφαλής, ασφαλίζω, σίγουρος, εδραιώνω, διασφαλίζω, ασφαλή, ...
- безосновательный στα ελληνικά - αβάσιμος, ανυπόστατος, αβάσιμες, αβάσιμη, αβάσιμοι
- безостановочно στα ελληνικά - χωρίς σταθμό, απευθείας, ασταμάτητα, nonstop, ασταμάτητη
Τυχαίες λέξεις
Безоружный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανυπεράσπιστος, άοπλος, αφοπλισμένος, άοπλης, άοπλη
Μεταφράσεις: ανυπεράσπιστος, άοπλος, αφοπλισμένος, άοπλης, άοπλη