Λέξη: προικισμένος

Σχετικές λέξεις: προικισμένος

προικισμένος σημασία, προκειμένου συνώνυμα

Συνώνυμα: προικισμένος

ταλαντούχος, έχων ταλάντων, πεπροικισμένος

Μεταφράσεις: προικισμένος

προικισμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
talented, gifted, endowed, a gifted, blessed

προικισμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dotado, talentoso, dotados, talento, dotada

προικισμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begabt, talentvoll, begabte, begabten, begabter, begnadeter

προικισμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apte, talentueux, doué, doués, douée, talent

προικισμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capace, abile, dotato, talento, dotati, dotata, di talento

προικισμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dotado, talentoso, prendado, dotados, talentosa

προικισμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
talentvol, getalenteerd, begaafd, begaafde, hoogbegaafde, getalenteerde, begenadigd

προικισμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
способный, одаренный, талантливый, даровитый, одаренным, одаренных, одаренные

προικισμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
begavet, begavede, ressurssterke, talentfulle, dyktig

προικισμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
begåvad, begåvade, kapabel, begåvat, duktig

προικισμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyvälahjainen, lahjakas, kyvykäs, lahjakkaiden, lahjakkaita, lahjakkaat, lahjakkaille

προικισμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
begavet, begavede, talentfulde, talentfuld, dygtig

προικισμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nadaný, talentovaný, nadané, nadaná, nadaných, nadaní

προικισμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
utalentowany, zdolny, uzdolniony, utalentowanym, uzdolnionych

προικισμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tehetséges, a tehetséges, tehetségesek, tehetségesebb, legtehetségesebb

προικισμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yetenekli, üstün yetenekli, yetenekli bir, Üstün zekalı, Üstün zekâlı

προικισμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обдарований, талановитий, обдарована

προικισμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i talentuar, talentuar, të talentuar, dhunti, e talentuar

προικισμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
надарен, надарени, талантлив, надарена, даровит

προικισμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адораны, таленавіты, адоранае, надзелены

προικισμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
andekas, talendikas, andekate, andekad, andekaid

προικισμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
talentirani, darovit, obdaren, darovitih, nadareni, nadaren

προικισμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hæfileikaríkur, hæfileikarík, duglegu, hæfileikaríki, þykir einnig afar góðar

προικισμένος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ingeniosus

προικισμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gabus, talentingas, gabūs, apdovanotas, talentinga

προικισμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
talantīgs, apdāvināts, apdāvinātiem, apdāvināti, apdāvinātie, talantīgs uz

προικισμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
надарени, надарен, надарените, талентиран, талентирани

προικισμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
talentat, înzestrat, dotat, inzestrat, de talentat

προικισμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
geniální, nadarjena, nadarjen, nadarjeni, podkovani, nadarjene

προικισμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
talentovaný, nadaný
Τυχαίες λέξεις