Безучастность στα ελληνικά
Μετάφραση: безучастность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγνοια, παραγνωρίζω, αδιαφορία, κενό, κενή θέση, χηρεία, κενής θέσεως, κενής θέσης, κενών θέσεων
Μεταφράσεις
- безучастие στα ελληνικά - αδιαφορία, παραγνωρίζω, άγνοια, απάθεια, αδιαφορίας, την αδιαφορία, η αδιαφορία, ...
- безучастно στα ελληνικά - απαθώς, απάθεια, με απάθεια, απάθεια τους, με απάθεια τους
- безучастный στα ελληνικά - ουδέτερος, άδειος, αδιάφορος, οκνός, νεκρό, κενός, ράθυμος, ...
- безъядерный στα ελληνικά - απαλλαγμένη από πυρηνικά όπλα, αποπυρηνικοποιημένη, χωρίς πυρηνικά, απαλλαγμένο από πυρηνικά, αποπυρηνικοποιημένης
Τυχαίες λέξεις
Безучастность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγνοια, παραγνωρίζω, αδιαφορία, κενό, κενή θέση, χηρεία, κενής θέσεως, κενής θέσης, κενών θέσεων
Μεταφράσεις: άγνοια, παραγνωρίζω, αδιαφορία, κενό, κενή θέση, χηρεία, κενής θέσεως, κενής θέσης, κενών θέσεων