Беседовать στα ελληνικά

Μετάφραση: беседовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μιλώ, κρένω, συνομιλώ, ομιλία, κουβέντα, συζήτηση, ομιλίας, μιλάμε
Беседовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беседа στα ελληνικά - συνέντευξη, συνομιλία, ομιλία, μιλώ, κουβεντιάζω, κουβέντα, συνομιλώ, ...
  • беседка στα ελληνικά - εσοχή, σηκός, περίπτερο, περβόλι, κρεβατίνα, κληματαριά, Arbor, ...
  • беседует στα ελληνικά - συνομιλίες, συνομιλιών, οι συνομιλίες, συζητήσεις, τις συνομιλίες
  • бесенок στα ελληνικά - διαβολάκι, δαιμόνιο, imp, ΟΘΠ, ΟΜΠ
Τυχαίες λέξεις
Беседовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μιλώ, κρένω, συνομιλώ, ομιλία, κουβέντα, συζήτηση, ομιλίας, μιλάμε