Бесноваться στα ελληνικά
Μετάφραση: бесноваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρικυμία, ρημάζω, λυσσομανώ, καταστρέφω, μανία, οργή, φουντώνω, οργής, την οργή, η οργή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесноватость στα ελληνικά - διαβολισμός, σατανισμός
- бесноватый στα ελληνικά - δαιμονισμένο, δαιμονισμένου, δαιμονικές, δαιμονική
- бесовщина στα ελληνικά - devilry, σκανδαλιά, δαιμονισμός
- беспамятный στα ελληνικά - ξεχασιάρης, επιλήσμων, forgetful, ξεχασιάρεις, επιλήσμονες
Τυχαίες λέξεις
Бесноваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρικυμία, ρημάζω, λυσσομανώ, καταστρέφω, μανία, οργή, φουντώνω, οργής, την οργή, η οργή
Μεταφράσεις: τρικυμία, ρημάζω, λυσσομανώ, καταστρέφω, μανία, οργή, φουντώνω, οργής, την οργή, η οργή