Λέξη: βουρτσίζω
Σχετικές λέξεις: βουρτσίζω
βουρτσίζω στα αγγλικα
Συνώνυμα: βουρτσίζω
τρίβω, απάγω, κινώ ταχέως, κινούμαι ταχέως
Μεταφράσεις: βουρτσίζω
βουρτσίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
brush, whisk, I brush
βουρτσίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pincel, cepillo, cepillar, brocha, cepillo de, el cepillo
βουρτσίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fegen, gestrüpp, bürste, plänkelei, bürsten, unterholz, dickicht, Bürste, Pinsel, Bürsten
βουρτσίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hallier, goupillon, fourré, essuyer, curer, escarmouche, purger, brossent, décrasser, taillis, déféquer, brousse, récurer, épurer, écurer, brossons, brosse, pinceau, balai, la brosse, une brosse
βουρτσίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fratta, pennello, spazzola, spazzolare, folto, spazzolino, spazzola di, della spazzola
βουρτσίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arvoredo, escova, matagais, pincel, escova de, da escova, brush
βουρτσίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schuieren, wisser, ruigte, borstelen, kwast, borstel, hakhoutbosje, penseel, brush, borsteltje
βουρτσίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
причесаться, обчищать, вычесывать, подлесок, щетка, отмахнуть, чаща, кисточка, щётка, чистить, ссадина, отчищать, обчистить, задеть, задевать, кисть, кисти, щетки, кистью
βουρτσίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
børste, buskvegetasjon, pensel, børsten
βουρτσίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
borsta, borste, pensel, borsten, borst
βουρτσίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nuori metsä, sipaisu, pusikko, harja, tiheikkö, hipaisu, selkkaus, sipaista, vesakko, harjalla, brush, siveltimellä, harjan
βουρτσίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
børste, krat, pensel, børsten, brush, penslen
βουρτσίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
křovina, kartáč, křoví, houština, kartáček, kartáčování, otřít, kartáčovat, vyčistit, štětec, štětka, kartáče, štětcem
βουρτσίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kita, oczyszczać, zmiotka, przeczesać, froterka, szczotka, chrust, potyczka, ocierać, pędzel, wyszczotkować, utarczka, wyszorować, zmieść, krzak, czyścić, szczoteczka, szczotki, pędzla
βουρτσίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
partvis, csalit, kefe, ecset, ecsettel, kefével, ecsetet
βουρτσίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fırça, fırçası, fırçalar, fýrça, bir fırça
βουρτσίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вичесати, садно, щітка, вичісувати, щетка
βουρτσίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
furçë, Brush, brushave, furçë të, furçë e
βουρτσίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шубрак, храсталак, четка, четката, четки, четка за
βουρτσίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
щчотка, шчотка
βουρτσίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
harjama, pintsel, pühkima, hari, võsa, harja, pintsliga
βουρτσίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
četkom, četka, kist, četkica, četkice, četka za
βουρτσίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bursti, bursta, pensill
βουρτσίζω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
peniculus
βουρτσίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šepetys, teptukas, teptuku, šepetėlis, šepečių
βουρτσίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
biezoknis, suka, birste, ota, suku, brush
βουρτσίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
четка, четката, четка за, со четка, четки
βουρτσίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tufiş, perie, pensula, perie de, periei, pensulă
βουρτσίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krtača, ščetka, čopič, krtačo, brush
βουρτσίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kefa, kefu, kartáč, kefka, kefy
Τυχαίες λέξεις