Беспристрастно στα ελληνικά

Μετάφραση: беспристрастно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακριβοδίκαια, αρκετά, δίκαια, αμερόληπτα, αμεροληψία, με αμεροληψία, αμερόληπτο, πλήρη αμεροληψία
Беспристрастно στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беспринципный στα ελληνικά - γλιστερός, ολισθηρός, αδίστακτος, χωρίς αρχές, ασυνείδητη, ασυνείδητοι, ανήθικων
  • беспристрастие στα ελληνικά - αμεροληψία, αμεροληψίας, την αμεροληψία, της αμεροληψίας, η αμεροληψία
  • беспристрастность στα ελληνικά - αποκόλληση, ευθυδικία, αδιαφορία, αμεροληψία, αμεροληψίας, την αμεροληψία, της αμεροληψίας, ...
  • беспристрастный στα ελληνικά - ακόμα, νεκρό, ειλικρινής, ουδέτερος, απρόσωπος, δικαστικός, ξανθός, ...
Τυχαίες λέξεις
Беспристрастно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακριβοδίκαια, αρκετά, δίκαια, αμερόληπτα, αμεροληψία, με αμεροληψία, αμερόληπτο, πλήρη αμεροληψία