Λέξη: κεραμική

Σχετικές λέξεις: κεραμική

κεραμική συσκευή αρωματοθεραπείας, κεραμική εστία, κεραμική γάστρα, κεραμική επίστρωση, κεραμική εστία καθαρισμός, κεραμική ή επαγωγική εστία, κεραμική κατσαρόλα, κεραμική εστία ανταλλακτικά, κεραμική τέχνη, κεραμική συσκευή για αιθέρια έλαια

Συνώνυμα: κεραμική

αγγειοπλάστης, κεραμικά, κεραμευτική, κεραμικά είδη

Μεταφράσεις: κεραμική

κεραμική στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ceramics, ceramic, pottery, the ceramic, a ceramic

κεραμική στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cerámica, cerámicas, la cerámica, de cerámica, cerámicos

κεραμική στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
keramik, Keramik, Keramiken

κεραμική στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
céramiques, céramique, la céramique, des céramiques, les céramiques

κεραμική στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ceramica, ceramiche, della ceramica, la ceramica, ceramici

κεραμική στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cerâmica, cerâmicas, ceramics, cerâmicos, de cerâmica

κεραμική στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
keramiek, aardewerk, keramische, keramische materialen, keramische producten

κεραμική στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
керамика, керамики, керамику, керамике, керамические

κεραμική στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
keramikk, keramiske, keramer, keramisk

κεραμική στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
keramik, keramer, keramiska

κεραμική στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keramiikka, keramiikkaa, keramiikan, savityöt, keraamiset

κεραμική στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
keramik, keramiske, keramiske materialer, keramisk

κεραμική στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
keramika, keramiky, keramiku, keramické, keramické výrobky

κεραμική στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ceramika, ceramik, ceramiki, ceramiczne, ceramikę, ceramicznych

κεραμική στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kerámia, kerámiák, kerámiából, kerámiát, kerámiai

κεραμική στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
seramik, Seramikler-, seramikler, Ceramics, seramikleri

κεραμική στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кераміка, кераміки, керамика

κεραμική στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qeramikë, qeramika, qeramikës, qeramika e, qeramike

κεραμική στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
керамика, керамични, керамиката, керамичната

κεραμική στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кераміка

κεραμική στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keraamika, keraamikat, keraamika-, keraamikast, keraamika ja

κεραμική στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
keramika, keramike, keramiku, Keramički, keramici

κεραμική στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
keramik, leir, Ceramics, keramík, leirlist

κεραμική στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
keramika, keramikos, Ceramics, Fajanso gaminiai, keramikai

κεραμική στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
keramika, keramikas, keramikai, keramiku, keramika ar

κεραμική στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
керамика, керамиката, керамички, керамичката

κεραμική στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ceramică, ceramica, ceramice, ceramicii, de ceramică

κεραμική στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
keramika, keramik, keramike, keramiko, keramični, keramični izdelki

κεραμική στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
keramiky, keramika, keramické

Στατιστικά δημοτικότητας: κεραμική

Τυχαίες λέξεις