Бледный στα ελληνικά
Μετάφραση: бледный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάβω, υγρός, γκρίζος, άρρωστος, τεφρώδης, φαιός, χλωμός, φωτερός, βουρκωμένος, φωτίζω, ανούσιος, ξανθός, άγευστος, νερουλός, χλωμό, ωχρό, απαλό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бледнолицый στα ελληνικά - χλωμός, ξανθός, χλωμό πρόσωπο
- бледность στα ελληνικά - κιτρινίλα, χλωμάδα, ωχρότης, πελιδνότης, πελιδνότητα, ωχρότητας
- блеклый στα ελληνικά - φίνος, μαλθακός, ξηρός, φιλάσθενος, λεπτός, στεγνός, ξεθωριάσει, ...
- блекнет στα ελληνικά - εξασθενίζει, ξεθωριάζει, σβήνει, εξασθενεί, fades
Τυχαίες λέξεις
Бледный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάβω, υγρός, γκρίζος, άρρωστος, τεφρώδης, φαιός, χλωμός, φωτερός, βουρκωμένος, φωτίζω, ανούσιος, ξανθός, άγευστος, νερουλός, χλωμό, ωχρό, απαλό
Μεταφράσεις: ανάβω, υγρός, γκρίζος, άρρωστος, τεφρώδης, φαιός, χλωμός, φωτερός, βουρκωμένος, φωτίζω, ανούσιος, ξανθός, άγευστος, νερουλός, χλωμό, ωχρό, απαλό