Λέξη: δερμάτινος

Σχετικές λέξεις: δερμάτινος

δερμάτινος οδηγός σκύλου, δερμάτινος καναπές, δερμάτινος γωνιακός καναπές, δερμάτινος καναπές τιμή, δερμάτινος φάκελος, δερμάτινος καναπές γωνία, δερμάτινος καναπές κρεβάτι, δερμάτινος χαρτοφύλακας

Μεταφράσεις: δερμάτινος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
leather, in leather
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuero, en, de, en el, en la, a
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leder, ledern, in Leder, Leder, mit Leder, aus Leder
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
peau, cuir, en, dans, à, au, de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cuoio, pelle, in pelle, in pelle di, di pelle
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
menos, couro, em couro, no couro, em pele, de couro, em couro de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lederen, leerachtig, leer, taai, leren, leder, in leer, in leder, in lederen, in leren
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ремень, шкура, в коже, кожей, из кожи, в кожу, в кожаных
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lær, skinn, i, på, inn, Script, igjen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
läder, i läder, i skinn
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nahka, hihna, nahkaa, nahasta, nahan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
læder, i, på, med
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kůže, v kůži, kůží, kožená, z kůže, Kožený
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skóra, w skórze, ze skóry, w skóry, w skórę, skórą
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bőr, bőrből, bőrbe
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
deri, deriden, deri ile, derinin içinde
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
малий, найменший, замалий, в, у, до, на
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëkurë, në, ne, në të, me, në vitin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кожа, в, на, по, през, във
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скура, ў скуры, у скуры
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
töödeldud, nahast, naha, nahk, Nahk-
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
koža, kožni, kožnu, kože, u, na, je u, se u, za
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
í, á, árið, hjá, inn
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
oda, iš odos, odoje, esančios oda
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
āda, ādas, no ādas, ar ādas, ar ādu, ādā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кожата, во кожа, со кожа, кожа, во кожени, во кожените
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
piele, în, in, la, din, într
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koža, kožen, kuže, iz usnja, v usnje, z usnjenimi
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kožený, koža, v, na
Τυχαίες λέξεις