Λέξη: δεσμίδα
Σχετικές λέξεις: δεσμίδα
δεσμίδα 11 εισιτηρίων, μονήρης δεσμίδα, τοξοειδής δεσμίδα, τοξοειδή δεσμίδα, δεσμίδα χαρτονομισμάτων, δεσμίδα εισιτηρίων
Συνώνυμα: δεσμίδα
δεσμίς χαρτιού, φούντα, σωρός χόρτου, φυλλάδιο
Μεταφράσεις: δεσμίδα
δεσμίδα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bundle, ream, stack, stack of, booklet
δεσμίδα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fardo, paquete, bulto, haz, embalaje, envoltorio, fardel, resma, ream, resmas, la resma, resma de
δεσμίδα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
garbe, packung, paket, bündel, Ries, ream, Rieses
δεσμίδα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
botte, balluchon, ballot, bouquet, empaquetage, emballage, fagot, empaqueter, ligoter, lier, colis, emballer, faisceau, liasse, paquet, trousseau, rame, ramette, rame de, ream, rames
δεσμίδα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fagotto, fascio, involto, confezione, pacchetto, pacco, covone, imballaggio, risma, ream, della risma, risme, risma di
δεσμίδα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pacote, resma, de resma, resmas, ream, da resma
δεσμίδα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wis, bundel, pakket, pakje, verpakking, schoof, pak, garf, bos, riem, ream, pak papier
δεσμίδα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
свёрток, пук, вязанка, сноп, пучок, узел, сверток, узелок, кипа, пачка, пакет, связка, тюк, стопа, полосный
δεσμίδα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pakke, nek, knippe, bunt, bylt, ris, ream, bunke, bunken
δεσμίδα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bunt, paket, knippa, packe, ream, ris, förpackning
δεσμίδα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paketti, käärö, pinkka, kerääntyä, nippu, tiivistää, tukku, puntti, pakkaus, kerätä, kimppu, riisi, riisin, riisiä, riisistä, riisistä otettua
δεσμίδα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pakke, ream, ris, bunken, papirbundt
δεσμίδα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uzel, svázat, svazek, balík, raneček, snop, otýpka, otep, sbalit, svazeček, ranec, rys, Ream, Goodway, balíku
δεσμίδα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
plik, wiązka, tobołek, zwitek, pęk, węzełek, tobół, zawiniątko, tłumok, pakunek, ryza, ream, ryz w, w ryzie, ryzie
δεσμίδα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
batyu, tágít, rizsma, ream, gyári csomagolású, rizsmából
δεσμίδα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
paket, demet, delmek, kağıt topu, ream, etmemekte, delik açmak
δεσμίδα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
групувати, клунок, пучок, в'язка, стопа, стопу
δεσμίδα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pako, Sasi e madhe, tufë
δεσμίδα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
топ хартия, зенкеровам, райберовам, топа
δεσμίδα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ступня, стопу, стопа, нага
δεσμίδα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pundar, kimp, riis, REAM, riisis, Paberipaki, pakist võetud paberile
δεσμίδα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zavežljaj, paket, bala, svežanj, snop, breme, pjeniti, pjena, razvrtjeti, rizma, karton cigareta
δεσμίδα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ream
δεσμίδα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fascis
δεσμίδα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paketas, pėdas, ryšulys, pluoštas, siuntinys, paplatinti, Ream, praplėsti, apsukti, išgręžti
δεσμίδα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sūtījums, saišķis, kūlis, pauna, sainis, paka, kalni, rīse, ream, izburt, kaudzes
δεσμίδα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
снопот, зенкеровам, аркот
δεσμίδα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pachet, balot, top, ream, topului, top de hârtie, teanc
δεσμίδα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Ris, REAM
δεσμίδα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
balík, rys, črtu, črta, vlastnosť, znak