Блеять στα ελληνικά

Μετάφραση: блеять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βελάζω, βέλασμα
Блеять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • блеф στα ελληνικά - ευθύς, ντόμπρος, μπλόφα, Bluff, του Bluff, μπλόφας, το Bluff
  • блеяние στα ελληνικά - βελάζω, βέλασμα
  • ближайший στα ελληνικά - επόμενος, μετά, κοντά, επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενου
  • ближе στα ελληνικά - πιο κοντά, στενότερη, κοντά, στενότερης, πιο
Τυχαίες λέξεις
Блеять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βελάζω, βέλασμα