Λέξη: συμβόλαιο

Σχετικές λέξεις: συμβόλαιο

συμβόλαιο τιμής μεταξύ μητέρας και παιδιού, συμβόλαιο w, συμβόλαιο θανάτου, συμβόλαιο εργασίας, συμβόλαιο μέσι, συμβόλαιο υιοθεσίας, συμβόλαιο ενοικίασης εφορία, συμβόλαιο μπεργκ, συμβόλαιο ζωής με το αιγαίο, συμβόλαιο συμβίωσης, μισθωτήριο συμβόλαιο, συμβόλαιο ενοικίασης

Συνώνυμα: συμβόλαιο

συμπαγής, σύμβαση, συμφωνία, πουδριέρα, θήκη πούδρας, συμφωνητικό, σύμφωνο, εγκοπή, ρήτρα, όρος

Μεταφράσεις: συμβόλαιο

συμβόλαιο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
contract, covenant, policy, a contract, the contract

συμβόλαιο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encogerse, contraer, contrata, contrato, convención, contrato de, contratos, del contrato, un contrato

συμβόλαιο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zuziehen, vertrag, zusammenziehen, zusammenpressen, kontrakt, Vertrag, Auftrag, Vertrags, Vertrages

συμβόλαιο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
contractons, serrer, contracter, étrécir, contractez, contrat, rétrécir, rapetisser, convention, ratatiner, pacte, raccourcir, accord, entente, contractent, marché, contrats, contrat de, un contrat

συμβόλαιο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contratto, patto, contratto di, appalto, contrattuale, contratti

συμβόλαιο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contrair, contratar, contrato, contratos, contrato de, do contrato, contratual

συμβόλαιο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
contract, overeenkomst, verbintenis, opdracht, aanbesteding

συμβόλαιο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
суживать, сокращаться, сделка, соглашение, подряд, сжиматься, условие, сокращать, сжимать, контракт, сжаться, законтрактовать, договор, контракта, контракту, по контракту

συμβόλαιο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kontrakt, kontrakten, kontrakts, avtale

συμβόλαιο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avtal, kontrakt, avtalet, kontraktet, kontrakts

συμβόλαιο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaventua, sopia, sopimuskirja, kutistua, sopimus, puristaa, sopimuksen, sopimusta, sopimukseen, sopimuksessa

συμβόλαιο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aftale, kontrakt, kontrakten, aftalen, kontraktens

συμβόλαιο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kontrakt, smlouva, stisknout, stlačit, smrštit, zúžit, smluvit, dohodnout, uzavřít, zkrátit, zmenšit, stahovat, smlouvy, zakázka, zakázky, smlouvu

συμβόλαιο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kontraktować, skurczyć, skracać, angaż, zakontraktować, umowa, tensor, kontrakt, kurczyć, zamówienia, umowy, Zamówienie

συμβόλαιο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerződés, szerződést, szerződéssel, szerződéses, szerződésben

συμβόλαιο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kontrat, sözleşme, sözleşmesi, sözleşmenin, sözleşmeli

συμβόλαιο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
контракт, угода, підрядний, умова, договір

συμβόλαιο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
marrëveshje, kontratë, kontrata, kontratës, e kontratës, kontrata e

συμβόλαιο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
договор, договора, поръчка, договор за

συμβόλαιο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кантракт

συμβόλαιο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suruma, leping, lepingu, lepingus, lepinguga, lepingut

συμβόλαιο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ugovoren, ugovoru, skratiti, ugovoriti, stegnuti, ugovor, ugovora, ugovor o, ugovorom

συμβόλαιο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samningur, samning, samningi, samningurinn, samningnum

συμβόλαιο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pactum

συμβόλαιο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kontraktas, sudaryti, sutartis, sutarties, sutartį, sutartyje

συμβόλαιο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
līgums, kontrakts, vienošanās, līgumu, līguma, līgumā

συμβόλαιο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
договор, договорот, договорот за, договор за, на договор

συμβόλαιο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
crispa, contract, contractului, contract de, contractul, a contractului

συμβόλαιο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pogodba, pogodbo, pogodbe, naročilo, pogodbi

συμβόλαιο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kontrakt, zmluva, zmluvy, dohoda, zmluvu, zmluve

Στατιστικά δημοτικότητας: συμβόλαιο

Τυχαίες λέξεις