Бранить στα ελληνικά

Μετάφραση: бранить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ραμφίζω, βρίζω, επιτιμώ, καυγάς, μαλώνω, καταχρώμαι, κατσαδιάζω, έρχομαι, ονειδίζω, διαπληκτίζομαι, κατάχρηση, επικρίνω, ενοικιάζομαι, καυγαδίζω, κατακρίνω, αφήνω, επιπλήξει, επιπλήξτε, επιπλήξει το
Бранить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брандмейстер στα ελληνικά - φωτιά, πυρκαγιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
  • брандспойт στα ελληνικά - μάνικα, σωλήνα, εύκαμπτος σωλήνας, εύκαμπτο σωλήνα, εύκαμπτου σωλήνα
  • браниться στα ελληνικά - διεκδικώ, διαπληκτίζομαι, διαφωνία, καυγάς, καυγαδίζω, διένεξη, φιλονικία, ...
  • бранный στα ελληνικά - καταχρηστικός, υβριστικός, καταχρηστική, καταχρηστικές, καταχρηστικής, καταχρηστικών, καταχρηστικό
Τυχαίες λέξεις
Бранить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ραμφίζω, βρίζω, επιτιμώ, καυγάς, μαλώνω, καταχρώμαι, κατσαδιάζω, έρχομαι, ονειδίζω, διαπληκτίζομαι, κατάχρηση, επικρίνω, ενοικιάζομαι, καυγαδίζω, κατακρίνω, αφήνω, επιπλήξει, επιπλήξτε, επιπλήξει το