Буркнуть στα ελληνικά

Μετάφραση: буркнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουρμουρίζω, burknut
Буркнуть στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бурить στα ελληνικά - τριβελίζω, ναυαγώ, τροχός, πλήττω, νεροχύτης, κοπή, βυθίζω, ...
  • бурка στα ελληνικά - αισθάνθηκε, αισθητή, αισθητές, ανέφεραν ότι, αισθάνθηκαν
  • бурлак στα ελληνικά - πύργος, Bourlak
  • бурлеск στα ελληνικά - παρωδία, μπουρλέσκ, μπουρλέσκο, burlesque, γελοιοποιώ
Τυχαίες λέξεις
Буркнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, burknut