Ваяние στα ελληνικά
Μετάφραση: ваяние, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαξευτής, γλυπτική, άγαλμα, γλυπτό, γλύπτης, γλυπτικής, γλυπτά, γλυπτών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вашингтон στα ελληνικά - Ουάσινγκτον, Ουάσιγκτον, Washington, της Ουάσιγκτον, την Ουάσιγκτον
- ваяет στα ελληνικά - σμιλεύει
- ваятель στα ελληνικά - γλύπτης, λαξευτής, γλύπτη, γλύπτρια, του γλύπτη, γλύπτριας
- ваять στα ελληνικά - σκαλίζω, λαξεύω, γλύφω, άγαλμα, πλάθω, γλυπτική, γλυπτό, ...
Τυχαίες λέξεις
Ваяние στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαξευτής, γλυπτική, άγαλμα, γλυπτό, γλύπτης, γλυπτικής, γλυπτά, γλυπτών
Μεταφράσεις: λαξευτής, γλυπτική, άγαλμα, γλυπτό, γλύπτης, γλυπτικής, γλυπτά, γλυπτών