Вверять στα ελληνικά
Μετάφραση: вверять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπράττω, εμπιστεύομαι, δεσμεύω, εμπιστοσύνη, πίστωση, αναθέτω, κάνω, αναθέτει, αναθέτουν, να αναθέτει, Entrust
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вверх στα ελληνικά - πάνω, άνω, επάνω, μέχρι, έως, up
- вверху στα ελληνικά - τελείωσε, πάνω, άνω, επάνω, μέχρι, έως, up
- вверяться στα ελληνικά - βάζω, τοποθετώ, εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης
- ввести στα ελληνικά - εργαλείο, όργανο, επιβάλλω, θεσπίζω, εισάγω, συστήνω, υλοποιώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Вверять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπράττω, εμπιστεύομαι, δεσμεύω, εμπιστοσύνη, πίστωση, αναθέτω, κάνω, αναθέτει, αναθέτουν, να αναθέτει, Entrust
Μεταφράσεις: διαπράττω, εμπιστεύομαι, δεσμεύω, εμπιστοσύνη, πίστωση, αναθέτω, κάνω, αναθέτει, αναθέτουν, να αναθέτει, Entrust