Вегетарианец στα ελληνικά

Μετάφραση: вегетарианец, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορτοφάγος, Χορτοφαγική, χορτοφάγους, για χορτοφάγους, χορτοφαγικά
Вегетарианец στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вдыхательный στα ελληνικά - εισπνευστική, εισπνοής, εισπνευστικής, εισπνοής που, εισπνευστικό
  • вдыхать στα ελληνικά - εμπνέω, εισπνέω, αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
  • вегетарианский στα ελληνικά - χορτοφάγος, Χορτοφαγική, χορτοφάγους, για χορτοφάγους, χορτοφαγικά
  • вегетарианство στα ελληνικά - φυτοφαγία, χορτοφαγία, τη χορτοφαγία, χορτοφαγίας, η χορτοφαγία
Τυχαίες λέξεις
Вегетарианец στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορτοφάγος, Χορτοφαγική, χορτοφάγους, για χορτοφάγους, χορτοφαγικά