Λέξη: προσδιορίζω
Σχετικές λέξεις: προσδιορίζω
προσδιορίζω συνώνυμα, προσδιορίζω μετάφραση, προσδιορίζω αγγλικά, προσδιορίζω γαλλικά, προσδιορίζω ορισμος, προσδιορίζω λεξικο
Συνώνυμα: προσδιορίζω
αναθέτω, απονέμω, εκχωρώ, ορίζω, ερμηνεύω, καθορίζω, ορίζω ειδικώς, ορίζω λεπτομερώς, ειδικεύω, διορίζω, πείθω, υπολογίζω
Μεταφράσεις: προσδιορίζω
προσδιορίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
determine, define, I determine
προσδιορίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
definir, acordar, delimitar, determinar, fijar, decidir, decidirse, resolver, determino, Cómo determino, puedo determinar, puedo saber, yo determino
προσδιορίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestimmen, entscheiden, definieren, ich feststellen,, ich bestimme, ich feststellen, ich fest
προσδιορίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déterminez, résoudre, identifier, arbitrer, placer, fixer, décider, statuer, établir, délimiter, déterminer, définissent, définir, terminer, déterminent, limiter, je déterminer, je détermine, je savoir, je décide
προσδιορίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
decidere, fissare, definire, sciogliere, risolvere, determinare, deliberare, determino, a determinare, possibile determinare, è possibile determinare, posso determinare
προσδιορίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fixar, deliberar, julgar, determinar, dirimir, deteriorar, decidir, defesa, definir, determino, eu determino, posso determinar, I determinam, posso saber
προσδιορίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omschrijven, bepalen, beslissen, vaststellen, determineren, besluiten, definiëren, uitmaken, ik bepalen, bepaal ik, ik vaststellen
προσδιορίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ограничивать, побуждать, заставлять, задавать, детерминировать, предопределить, определять, истекать, решить, определить, прекращать, характеризовать, очерчивать, устанавливать, обозначать, решать, определить,, Я определяю, я могу определить, могу определить
προσδιορίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
definere, avgjøre, jeg, I
προσδιορίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bestämma, besluta, jag, I
προσδιορίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
näkyä, päättää, määrätä, rajata, määrittää, varmistaa, asettaa, määritellä, Olen, I, minä, en, minun
προσδιορίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beslutte, afgøre, befæste, bestemme, jeg, I
προσδιορίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
určovat, ustanovit, vymezit, udat, určit, udávat, charakterizovat, definovat, končit, rozhodnout, rozhodovat, stanovit, I, jsem, já, bych, mi
προσδιορίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ustawiać, determinować, charakteryzować, skłaniać, wskazać, zdeterminować, określić, decydować, ustalać, definiować, zdecydować, skłonić, ograniczać, zadecydować, zakańczać, rozstrzygać, określić,, ustalić, mogę określić
προσδιορίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
azt, én, I, I., úgy
προσδιορίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
belirlemek, kararlaştırmak, Ben, I, ı, bir
προσδιορίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
позначати, означувати, визначати, вирішувати, визначити, минати, силувати, визначте, вирішити, визначити,
προσδιορίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
I, unë, kam, të, që unë
προσδιορίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аз, I, съм, да, че
προσδιορίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вызначыць
προσδιορίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
otsustama, defineerima, määratlema, määrama, ma, I, Mul, mu, olen
προσδιορίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
utvrditi, određuje, određivanje, određivati, odrediti, definiranja, ocijeniti, definiranje, Ja, I, sam, mi, ću
προσδιορίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einsetja, ákveða, ég, I, sem ég, að ég
προσδιορίζω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
exigo
προσδιορίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apibūdinti, Aš, I, man, Turiu
προσδιορίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izšķirt, izlemt, izšķirties, nolemt, Es, I, man
προσδιορίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јас, Се, I, можам, сум
προσδιορίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
defini, am, I, eu, să
προσδιορίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ugotoviti, ustanovit, I, jaz, sem, bom, mi
προσδιορίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
Aj, I, I k, A
Τυχαίες λέξεις