Λέξη: δοιάκι

Σχετικές λέξεις: δοιάκι

το δοιάκι

Μεταφράσεις: δοιάκι

δοιάκι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tiller, rudder

δοιάκι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
timón, agricultor, caña del timón, cultivador, cultivadora, sierpe

δοιάκι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ackerfräse, steuerruder, steuer, ruder, Pinne, Pflüger, Deichsel, Pinnen

δοιάκι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cultivateur, timon, rame, agriculteur, barre, gouvernail, talle, barre franche, motoculteur

δοιάκι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
timone, barra del timone, Barra di, del timone, tiller

δοιάκι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
volante, leme, borracha, lavrador, cana do leme, perfilhos, perfilho

δοιάκι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stuur, roer, landbouwer, helmstok, dissel, tiller, uitloper

δοιάκι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
землепашество, румпель, руль, землепашец, земледелец, культиватор, румпеля, рукоятка штурвала

δοιάκι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ror, tiller, ledehendelen, styrekult, ledehendel

δοιάκι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
roder, tiller, rorkulten, manöverarmen, rorkult, styr

δοιάκι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruoritanko, ruori, aisa, ohjausaisa, tiller, peräsinkampi, ohjausaisan

δοιάκι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ror, rorpind, styrestangen, rorpinden, styrestang, fræseren

δοιάκι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kormidlo, rolník, oráč, oj, oje, kultivátor, tiller

δοιάκι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rolnik, rumpel, sterownica, ster, rumpla, tiller, sterownicy

δοιάκι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kormányrúd, kormánylapát, földművelő, Tiller, Talajmarókések, kormányrudat

δοιάκι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dümen, dümen yekesi, yeke, yeke tipi, kardeş

δοιάκι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хлібороб, кермо, землероб, руль, стерно, культиватор

δοιάκι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bujk, bë punonjës, punonjës, kultivator

δοιάκι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лост, румпел, издънка, манивела, мост на кормило

δοιάκι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
культыватар

δοιάκι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tüür, rool, roolipinn, maaharija, käepideme, roolipinni, tiller

δοιάκι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kormilo, krma, orač, Tiller, rudo, freza

δοιάκι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stýri, Tiller, stýrissveif

δοιάκι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vairas, vairalazdė, rankena

δοιάκι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stūre, kultivators, Tiller, zemkopis, vasa, Tiller Informējiet

δοιάκι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фиданка

δοιάκι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cârmă, plugar, Tiller, echea, braț, eche

δοιάκι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ojnice, rudo, ročica, Tiller, krmila

δοιάκι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kormidlo, oráč
Τυχαίες λέξεις