Верёвка στα ελληνικά
Μετάφραση: верёвка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρατάσσω, κορδόνι, επενδύω, κουλούρα, γραμμή, σκοινί, ρυτίδα, πηνίο, χορδή, σχοινί, σχοινιού, σχοινιά, σχοινιών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вербовка στα ελληνικά - νοικιάζω, εγγραφή, στρατολόγηση, πρόσληψη, πρόσληψης, προσλήψεων, προσλήψεις
- вердикт στα ελληνικά - ετυμηγορία, απόφαση, την ετυμηγορία, ετυμηγορίας
- веревочка στα ελληνικά - σκοινί, σχοινί, σχοινιού, Rope, σχοινιών
- вереница στα ελληνικά - διάταξη, υποβάλλω, σειρά, τσαμπί, δέσμη, μάτσο, ορίζοντας, ...
Τυχαίες λέξεις
Верёвка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρατάσσω, κορδόνι, επενδύω, κουλούρα, γραμμή, σκοινί, ρυτίδα, πηνίο, χορδή, σχοινί, σχοινιού, σχοινιά, σχοινιών
Μεταφράσεις: παρατάσσω, κορδόνι, επενδύω, κουλούρα, γραμμή, σκοινί, ρυτίδα, πηνίο, χορδή, σχοινί, σχοινιού, σχοινιά, σχοινιών