Λέξη: επισκοπή

Σχετικές λέξεις: επισκοπή

επισκοπή ηράκλειο, επισκοπή ρωγών, επισκοπή νάουσας, επισκοπή ηράκλειο 70008, επισκοπή ημαθίας, επισκοπή fc, επισκοπή ρεθύμνου, επισκοπή διαυλείας, επισκοπή μάστρου, επισκοπή τεγέας

Μεταφράσεις: επισκοπή

επισκοπή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
episcopate, diocese, bishopric, episcopacy, bishopric of, a bishopric

επισκοπή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
episcopado, diócesis, diócesis de, la diócesis

επισκοπή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Diözese, Bistum, Bistums, Diözesen, der Diözese

επισκοπή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
diocèse, épiscopat, diocèse de, diocèses, évêché

επισκοπή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diocesi, diocesi di

επισκοπή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
diocese, diocese de, dioceses

επισκοπή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bisdom, diocees, het bisdom, diocese, ressort

επισκοπή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
епархия, епархии, епархией, епархию

επισκοπή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bispedømme, bispedømmet, bispesetet, bispedømmets, stift

επισκοπή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stift, stiftet, stiftets, stifts

επισκοπή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hiippakunta, hiippakunnan, hiippakunnassa, hiippakuntansa, hiippakuntaan

επισκοπή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stift, bispedømme, bispedømmet, diocese, stiftet

επισκοπή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
episkopát, biskupství, diecéze, eparchie, diecézi, Diecézní

επισκοπή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
biskupstwo, episkopat, diecezja, diecezji, biskupstwa, diecezję, diecezją

επισκοπή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyházmegye, püspökség, egyházmegyében, paotingi egyházmegye, egyházmegyét

επισκοπή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
piskoposluk bölgesi, piskoposluk, piskoposluk merkezi, diocese, bir piskoposluk merkeziydi

επισκοπή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
єпархія, єпархію

επισκοπή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dioqezë, dioqeza, dioqezë e, dioqeza e, dioqezën

επισκοπή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
епархия, диоцез, епархията

επισκοπή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дыяцэзія, епархія, бЛсгеПД, епархіі, дыяцэзіі

επισκοπή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piiskopkond, piiskopkonna, piiskopkonda, piiskopkonnas, diötseesi

επισκοπή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dijeceza, biskupija, biskupije, biskupiji

επισκοπή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
biskupsdæmi, biskupsdæmið, kaþólsku, kaþólsku kirkjunni

επισκοπή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vyskupystė, vyskupija, vyskupijos, vyskupijoje, vyskupiją, vyskupijai

επισκοπή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bīskapija, eparhija, diecēze, diecēzē, diecēzes

επισκοπή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
епархија, епархијата, Диецезата, бискупија, диецеза

επισκοπή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dieceză, eparhie, Dieceza, dioceza, dioceză

επισκοπή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
episkopát, škofija, škofije, škofijo, diocese, škofiji

επισκοπή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
episkopát, diecézy, diecéza, diecéze, diecézny

Στατιστικά δημοτικότητας: επισκοπή

Τυχαίες λέξεις