Λέξη: ανεπηρέαστος
Σχετικές λέξεις: ανεπηρέαστος
ανεπηρέαστος συνώνυμα
Συνώνυμα: ανεπηρέαστος
ανεπιτήδευτος, απροσποίητος, απροκατάληπτος, απροκάλυπτος, ανεπίδεκτος
Μεταφράσεις: ανεπηρέαστος
ανεπηρέαστος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
insensitive, unaffected, uninfluenced, insusceptible, unswayed, unprejudiced
ανεπηρέαστος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
insensible, inafectado, afectado, afectada, no afectado, no afectada
ανεπηρέαστος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unberührt, unbeeinflusst, hiervon unberührt, davon unberührt, unbeeinflußt
ανεπηρέαστος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
insensible, indifférent, impassible, non affecté, pas affectée, pas affecté, affecté, affectée
ανεπηρέαστος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
non influenzato, inalterato, influenzato, inalterati, influenzata
ανεπηρέαστος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
não afetado, afetado, afetados, afectada, afetada
ανεπηρέαστος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onaangetast, beïnvloed, niet beïnvloed, onverlet, aangetast
ανεπηρέαστος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нечуткий, бесчувственный, невосприимчивый, неотзывчивый, нечувствительный, незатронутый, влияет, не влияет, неизменным, не зависит
ανεπηρέαστος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
upåvirket, påvirkes, påvirkes ikke, uberørt, påvirket
ανεπηρέαστος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
opåverkad, påverkas, opåverkade, påverkas inte, opåverkat
ανεπηρέαστος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tunteeton, tunnoton, vasteeton, ennallaan, muuttumattomina, vaikuta, ei vaikuta, eivät vaikuta
ανεπηρέαστος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
upåvirket, upåvirkede, påvirkes, påvirket, uberørt
ανεπηρέαστος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
necitelný, necitlivý, lhostejný, přirozený, neovlivněný, nedotčena, nedotčeny, ovlivněna
ανεπηρέαστος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieczuły, nietaktowny, niewrażliwy, bez zmian, nienaruszone, niezmienione, nienaruszona, wpływu
ανεπηρέαστος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fásult, érzéketlen, érinti, befolyásolja, nem érinti, nem befolyásolja
ανεπηρέαστος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
etkilenmemiş, etkilenmez, etkilenmeyen, etkilenmeden, etkilenmemiştir
ανεπηρέαστος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незачеплених, незачепленої, незачеплені, незачепленим, незачепленою
ανεπηρέαστος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i sinqertë, paprekur, e paprekur, të paprekur, i paprekur
ανεπηρέαστος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
незасегнат, незасегнати, незасегната, повлиява, влияе
ανεπηρέαστος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
незакранутай, незакранутым, незакранутымі, некранутымі
ανεπηρέαστος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõjutamata, mõjuta, ei mõjuta, mõjutanud, puutumata
ανεπηρέαστος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neosjetljiv, bezosjećajan, nesvjestan, neizvještačen, nepromijenjen, ne utječe, nepromijenjene, nedirnuta
ανεπηρέαστος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óbreytt, ekki áhrif, engin áhrif, ekki fyrir áhrifum, engin áhrif á
ανεπηρέαστος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nepaveiktas, neturi įtakos, nepakitę, neveikė, nepakitusios
ανεπηρέαστος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neskarts, neietekmē, neskarti, ietekmēta, neietekmēja
ανεπηρέαστος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непроменета, незасегнати, непроменети, под влијание, влијание
ανεπηρέαστος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neafectat, afectate, afectată, neafectate, neafectată
ανεπηρέαστος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nespremenjena, nespremenjene, ne vpliva, nespremenjeni, vpliva
ανεπηρέαστος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
necitlivý, prirodzený, prírodný, prirodzeného, prirodzené, prirodzeným