Весомый στα ελληνικά
Μετάφραση: весомый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαρύς, δυνατός, ισχυρός, δυναμικός, βαρυσήμαντος, βαρύ, βαρύνουσα, σπουδαία
Μεταφράσεις
- весовой στα ελληνικά - βάρος, βάρους, το βάρος, κατά βάρος, του βάρους
- весомость στα ελληνικά - ασανσέρ, βάρος, υψώνω, σηκώνω, ponderability
- вест στα ελληνικά - δύση, δυτικός, δυτικά, West, δυτική
- веста στα ελληνικά - εστία, Vesta, βέστα, Εστίας, της Εστίας
Τυχαίες λέξεις
Весомый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαρύς, δυνατός, ισχυρός, δυναμικός, βαρυσήμαντος, βαρύ, βαρύνουσα, σπουδαία
Μεταφράσεις: βαρύς, δυνατός, ισχυρός, δυναμικός, βαρυσήμαντος, βαρύ, βαρύνουσα, σπουδαία