Λέξη: εστία

Σχετικές λέξεις: εστία

εστία εκδόσεις, εστία υγραερίου, εστία νέο ηράκλειο, εστία αρτοποιία, εστία νέας σμύρνης, εστία ειδικής επαγγελματικής αγωγής, εστία πατερικών μελετών, εστία νεανικής επιχειρηματικότητας, εστία πιερίδων μουσών κατερίνης, εστία βιβλιοπωλείο, εργατική εστία, φοιτητική εστία

Συνώνυμα: εστία

τζάκι, καμίνι, κάμινος, κλίβανος, φούρνος

Μεταφράσεις: εστία

εστία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
focus, hearth, fireplace, corner, goal

εστία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
foco, enfocar, hogar, chimenea, corazón, solera, fogón

εστία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fokus, schwerpunkt, bildschärfe, brennpunkt, Feuerstelle, Herd, Kamin, Feuer

εστία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
orienter, foyer, centre, feu, pointer, concentrer, diriger, poêle, sole, âtre, cheminée

εστία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fuoco, focolare, cuore, stufa, camino

εστία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
foco, espuma, focalizar, lareira, soleira, lar, forno, coração

εστία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
haard, brandpunt, focus, kachel, hart, houtkachel, open haard

εστία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фокусировать, средоточие, сфокусировать, фокус, сосредоточивать, очаг, очага, пода, очагом, подом

εστία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brennpunkt, fokus, ildsted, grua, åren, ildstedet, Hearth

εστία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
härd, hjärtat, härden, eldstaden

εστία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keskus, painopiste, polttopiste, terävöityä, keskipiste, tulisija, Hearth, lattialaatat, lattialaatat ja, arinan

εστία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
arne, hjertet, ildsted, ilden, ildstedet

εστία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
koncentrovat, fokus, ohnisko, soustředit, zaměřit, střed, ložisko, výheň, krb, ohniště, hearth, nístěje

εστία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
centrum, skupić, fokus, ostrość, ogniskować, skupienie, koncentracja, nieostrość, siedlisko, skupianie, skupiać, ogniskowa, nastawiać, ognisko, palenisko, ognisko na, hearth, kominek

εστία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tűzhely, kandalló, kályha-, kályha, kandallóban

εστία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ocak, kalp, ocağın, bir ocak, fırın

εστία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сфокусувати, фокусувати, фокус, вогнище, осередок, очаг, затишок

εστία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vatër, Vatra, Vatra e, fireplace, vatrat

εστία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
огнище, огнището, камина, огнища

εστία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ачаг, агмень, очаг, камінак

εστία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kolle, teravustama, fookus, põranda, põranda-, kolde, põranda- ja

εστία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žiža, pažnjom, upraviti, žarište, ognjište, ognjišta, ložišta, ognjištu, ložišta i

εστία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aflinn, Hearth

εστία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
židinys, kokliai, Marteno, židiniu, židinio

εστία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fokuss, pavards, Kamīni, Hearth, kamīna, krāsns

εστία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
огништето, огниште, срце, огништа

εστία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
focar, vatră, vatra, vetrei, cu vatră, vetre

εστία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ognjišča, ognjišče, metalurškega, kurišča, hearth

εστία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vyhňa, vyhňu, výheň, horúčava, horúčavu

Στατιστικά δημοτικότητας: εστία

Τυχαίες λέξεις