Взбудораживать στα ελληνικά
Μετάφραση: взбудораживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρενοχλώ, μπελάς, φασαρία, ταλαιπωρία, ενοχλώ, προκαλεί, προκαλώντας, προκαλώντας το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взбрызнуть στα ελληνικά - πασπάλισμα, πασπαλίζω, ραντίζω, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε
- взбудораженный στα ελληνικά - αγχώδης, ανήσυχος, flurried
- взбунтоваться στα ελληνικά - κλοτσώ, εξέγερση, ανταρσία, ανταρσίας, στάση, την ανταρσία, εξέγερσης
- взбухать στα ελληνικά - εξογκώνω, πρήζω, φουσκώνω, πρήζεται, διογκώνεται, διογκούται, φουσκώνει, ...
Τυχαίες λέξεις
Взбудораживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρενοχλώ, μπελάς, φασαρία, ταλαιπωρία, ενοχλώ, προκαλεί, προκαλώντας, προκαλώντας το
Μεταφράσεις: παρενοχλώ, μπελάς, φασαρία, ταλαιπωρία, ενοχλώ, προκαλεί, προκαλώντας, προκαλώντας το