Λέξη: εφαρμοστός

Μεταφράσεις: εφαρμοστός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fitted, skin-tight
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
muy ceñido, ceñido, ceñida, apretadito
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zugeschnitten, hauteng, hautengen, hautenge, hautenges, knallengen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ajusté, apte, monté, moulante, moulant, très moulante, fleur de peau
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attillato, aderente, attillante, attillati, attillata
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colante, pegado a pele, que se cola à pele
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
strak op de huid, nauwsluitende, strakke, huidstrakke, nauwsluitend
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
встроенный, приспособленный, в обтяжку, обтяжку, плотно обтягивающий
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
åletrange, tettsittende
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hud-tight
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kävi, piukka, ihonmyötäinen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stramtsiddende, kropsnær
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vhodný, těsný, přiléhavé
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdolny, obcisły
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
testhez álló, testhez, feszes, testhezálló
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
deri sıkı, cilt sıkı, cilt geçirmez, deri geçirmez
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відповідають, пристосований, прилаштований, в, у, до, на
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëkurë-, lëkurë, lëkurës, së lëkurës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кожата, за кожата, на кожата, кожната, с кожата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ў абцяжку
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohaldatud, sobitatud, liibuv, Piukka
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
postavljen, montiran, usko
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
húð, húðina, húðin, í húð, húðinni
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Obcisły
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ādas, ādu, ādai
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кожата, кожа, на кожата, кожни
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
strâns, strans, strânsă, strâmt, strânse
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kože, koža, kožo, skin, s kožo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tesný, úplný, úzky, tesné, úzke
Τυχαίες λέξεις