Взорвать στα ελληνικά

Μετάφραση: взорвать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκρήγνυμαι, ξεσπώ, έκρηξη, εξαντλώ, χυμός, υποσκάπτω, ζουμί, ξέσπασμα, ανατινάζω, ανατινάξουν, ανατινάξει, να ανατινάξουν, την ανατίναξη
Взорвать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взор στα ελληνικά - έκφραση, όψη, θωριά, πλευρά, γνωμάτευση, κύρος, αντικρίζω, ...
  • взорванный στα ελληνικά - καταραμένος, ανατίναξε, κατηγόρησε, ανατίναξαν, αμμοβολή
  • взорваться στα ελληνικά - εκρήγνυμαι, ξεσπώ, ξέσπασμα, εκραγεί, εκραγούν, να εκραγεί, να εκραγούν, ...
  • взрастить στα ελληνικά - ράτσα, αναπαράγω, ζαρώνω, γεννοβολώ, πλέκω, θρέφω, μεγαλώνουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Взорвать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκρήγνυμαι, ξεσπώ, έκρηξη, εξαντλώ, χυμός, υποσκάπτω, ζουμί, ξέσπασμα, ανατινάζω, ανατινάξουν, ανατινάξει, να ανατινάξουν, την ανατίναξη