Λέξη: συμμέτοχος

Σχετικές λέξεις: συμμέτοχος

συμμέτοχος συνώνυμα

Συνώνυμα: συμμέτοχος

εταίρος, καβαλιέρος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, παρτενέρ, μετέχων, λαμβάνων μέρος

Μεταφράσεις: συμμέτοχος

συμμέτοχος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
participant, partner, a participant, stakeholder, participant in

συμμέτοχος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
participante, partícipe, participantes, los participantes, participante de

συμμέτοχος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
akteurin, teilnehmer, akteur, Teilnehmer, Teilnehmers

συμμέτοχος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
joueur, partant, participant, participants, participante, participant a, des participants

συμμέτοχος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
partecipante, partecipanti, dei partecipanti

συμμέτοχος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
participante, participantes, dos participantes, participante do

συμμέτοχος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deelnemer, deelnemers, deelgenoot

συμμέτοχος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
участвующий, участник, участником, участника, участников, из участников

συμμέτοχος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
deltaker, deltakeren, deltager, aktør, deltar

συμμέτοχος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
deltagare, deltagaren, deltagarens, deltagares, deltar

συμμέτοχος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osanottaja, osallistuja, pelaaja, osallistujan, osallistujalle, osanottajan

συμμέτοχος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
deltager, deltageren, deltagers, deltagere

συμμέτοχος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
účastník, podílník, frekventant, účastníkem, účastníka, účastníků, z účastníků

συμμέτοχος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uczestnik, współuczestnik, uczestnikiem, uczestnika, uczestników, z uczestników

συμμέτοχος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
résztvevő, résztvevője, résztvevők, résztvevőnek, résztvevőt

συμμέτοχος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
katılımcı, katılımcının, katılımcısı, katılan, bir katılımcı

συμμέτοχος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
учасник, учасниця, учасника

συμμέτοχος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pjesëmarrës, pjesëmarrësi, pjesëmarrëse, pjesëmarrësit, pjesëmarrës i

συμμέτοχος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
участник, играч, участниците, участник в, участника

συμμέτοχος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
удзельнік, ўдзельнік

συμμέτοχος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
osavõtja, osaleja, osalejale, osaline, osalejal

συμμέτοχος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
učesnik, sudionica, sudionik, sudionika, sudjeluje

συμμέτοχος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þátttakandi, þátttakanda, þátt, þátttakendur, þátttakenda

συμμέτοχος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dalyvis, dalyvio, dalyviu, dalyviui, dalyvė

συμμέτοχος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dalībnieks, dalībniekam, dalībnieku, dalībniece

συμμέτοχος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
учесник, учесникот, учесниците, учесник на, учесници

συμμέτοχος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jucător, participant, participant la, participantului, participanți, participant a

συμμέτοχος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
udeleženec, udeleženca, udeleženka, udeleżenec

συμμέτοχος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
účastník, účastník konania, strana, účastníka, uchádzač
Τυχαίες λέξεις