Водительство στα ελληνικά
Μετάφραση: водительство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειραγωγία, καθοδήγηση, ηγεσία, ηγεμονία, οδηγία, οδηγίες, καθοδήγησης, προσανατολισμού
Μεταφράσεις
- водитель στα ελληνικά - οδηγός, σοφέρ, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης
- водитель-лихач στα ελληνικά - καυτή μέρα, καύσωνα, scorcher, καίων, μέγας καύσων
- водить στα ελληνικά - μόλυβδος, διεξάγω, διαγωγή, φέρσιμο, λουρί, παίρνω, συμπεριφορά, ...
- водиться στα ελληνικά - είμαι, φωλιάζω, φυγαδεύω, βρίσκομαι, συνέταιρος, λιμάνι, διανύω, ...
Τυχαίες λέξεις
Водительство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειραγωγία, καθοδήγηση, ηγεσία, ηγεμονία, οδηγία, οδηγίες, καθοδήγησης, προσανατολισμού
Μεταφράσεις: χειραγωγία, καθοδήγηση, ηγεσία, ηγεμονία, οδηγία, οδηγίες, καθοδήγησης, προσανατολισμού