Λέξη: χούφτα

Σχετικές λέξεις: χούφτα

χούφτα ζαχαροπλαστικής, χούφτα ή φούχτα, χούφτα με φρένο, χούφτα ξηροί καρποί θερμίδες, χούφτα κοτσαδόρου, πόμολο χούφτα, χούφτα χούφτα

Συνώνυμα: χούφτα

φλιτζάνι, κύπελλο, φλυτζάνι, κούπα, βεντούζα, δράξ, φούχτα

Μεταφράσεις: χούφτα

χούφτα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
handful, handful of, bunch, hand full

χούφτα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
manojo, puño, puñado, pocos, cuantos, pocas

χούφτα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
handvoll, Hand voll, wenige, wenigen

χούφτα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
quarteron, poignée, paume, quelques, petit nombre, rares

χούφτα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
manciata, pugno, manipolo, poche, piccolo numero

χούφτα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
manual, punhado, mão cheia, poucos, poucas

χούφτα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
handvol, handjevol, handje

χούφτα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
горсть, группа, горсточка, горстка, пригоршня, немногие, кучка, пригорошня

χούφτα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
håndfull

χούφτα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
näve, handfull, fåtal

χούφτα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kourallinen, muutama, muutamia, kourallisen, muutamat

χούφτα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
håndfuld, lille håndfuld, nogle få

χούφτα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hrstka, hrst, několik, pár, hrstku

χούφτα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
garstka, garść, kilka, garstkę

χούφτα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
maréknyi, maroknyi, néhány, marék

χούφτα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
avuç, avuç dolusu, bir avuç, tutam, az sayıda

χούφτα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жменю, жменя, група, пригорща, пригорщу

χούφτα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
grusht, pjesë të vogël, dorë, numër i vogël, bollëk

χούφτα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шепа, няколко

χούφτα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жменю, жменя, прыгаршчы, жменька

χούφτα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käputäis, peotäis, tülin, käputäie, üksikud, peotäie

χούφτα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rukovet, pregršt, šaka, nekoliko, nekolicina, šačica

χούφτα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
handfylli, örfá, hnefafylli, Nokkrir, örfáir

χούφτα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sauja, saujelė, keletas, nedaugelis

χούφτα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sauja, nedaudz, neliels, riekšava, nedaudzas

χούφτα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
грст, шака, неколку, мал, мал број

χούφτα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mână, mana, pumn, câteva, cateva

χούφτα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
peščica, peščico, prgišče, pest, peščici

χούφτα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hŕstka, hrsť, hrstka, zopár

Στατιστικά δημοτικότητας: χούφτα

Τυχαίες λέξεις