Воздержанность στα ελληνικά
Μετάφραση: воздержанность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετριοπάθεια, μακροθυμία, εγκράτεια, αποχή, υπομονή, αγνότητα, καρτερία, ανοχή, ανεκτικότητα, την ανοχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воздержавшийся στα ελληνικά - απείχαν, αποχή, απείχε, απείχα, απείχαμε
- воздержание στα ελληνικά - εγκράτεια, μετριοπάθεια, αποχή, αποχής, η αποχή, την αποχή, της αποχής
- воздержанный στα ελληνικά - μετριοπαθής, εύκρατος, μέτριος, ξεμέθυστος, λιτός, ήπειρος, μετριάζω, ...
- воздержаться στα ελληνικά - απέχω, επωδός, απέχουν, απόσχει, απόσχουν, απόσχουμε
Τυχαίες λέξεις
Воздержанность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετριοπάθεια, μακροθυμία, εγκράτεια, αποχή, υπομονή, αγνότητα, καρτερία, ανοχή, ανεκτικότητα, την ανοχή
Μεταφράσεις: μετριοπάθεια, μακροθυμία, εγκράτεια, αποχή, υπομονή, αγνότητα, καρτερία, ανοχή, ανεκτικότητα, την ανοχή