Возместить στα ελληνικά
Μετάφραση: возместить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξιλεώνομαι, αντισταθμίζω, αναπληρώνω, αμοιβή, αποζημιώνω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αντισταθμίζουν, αντισταθμίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возлюбленный στα ελληνικά - αγαπημένος, αγαπώ, σπιθοβολώ, εραστής, αγάπη, έρωτας, γκόμενος, ...
- возмездие στα ελληνικά - πληρωμή, ανταπόδοση, ποινή, αντίποινα, αντεκδίκηση, εκδίκηση, πρόστιμο, ...
- возмещаемый στα ελληνικά - επιστρέφεται, επιστρεπτέα, επιστρέψιμη, επιστρέφονται, επιστρέψιμο
- возмещать στα ελληνικά - αποκαθιστώ, παροχή, αναστηλώνω, χορήγηση, ανακτώ, επισκευή, επισκευάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Возместить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξιλεώνομαι, αντισταθμίζω, αναπληρώνω, αμοιβή, αποζημιώνω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αντισταθμίζουν, αντισταθμίσουν
Μεταφράσεις: εξιλεώνομαι, αντισταθμίζω, αναπληρώνω, αμοιβή, αποζημιώνω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αντισταθμίζουν, αντισταθμίσουν