Λέξη: καραμπίνα
Σχετικές λέξεις: καραμπίνα
καραμπίνα vepr 12, καραμπίνα εύη, καραμπίνα browning, καραμπίνα beretta, καραμπίνα τιμή, καραμπίνα saiga, καραμπίνα cz-usa 712 utility, καραμπίνα saiga 410-01 ak wood, καραμπίνα benelli, καραμπίνα ελένη γυναικολόγος
Μεταφράσεις: καραμπίνα
καραμπίνα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gun, rifle, carbine, carom, shotgun, the shotgun
καραμπίνα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cañón, saquear, fusil, carabina, escopeta, Carbine, la carabina, Carbine los, carabina de
καραμπίνα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
plündern, gewehr, geschütz, revolver, schusswaffe, gaspedal, kanone, büchse, killer, knarre, Karabiner, carbine, Karabiners
καραμπίνα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
carabine, as, fusil, pistolet, arme, détrousser, rifle, engin, accélérateur, canon, piller, dévaliser, rigolo, la carabine, carbine, mousqueton, de carabine
καραμπίνα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cannone, fucile, schioppo, carabina, carbine, la carabina, di carabina
καραμπίνα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fuzil, colar, espingarda, gengiva, cavaleiro, carabina, carbine, de carabina, carabina de, rifle
καραμπίνα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geweer, roer, karabijn, Carbine, de Karabijn, karabijn van, karabijnhaak
καραμπίνα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пушка, обдирать, ружье, орудие, артиллерист, пулемет, нарез, ружьё, трёхлинейка, винтовка, карабин, Carbine, карабина, карабином, карабине
καραμπίνα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gevær, kanon, røve, rifle, børse, carbine, karabin, karabinen
καραμπίνα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kanon, räffla, bössa, gevär, karbin, carbinen, carbine
καραμπίνα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kanuuna, kivääri, pyssy, tuliase, ryöstää, ampuma-ase, anastaa, tykki, ase, rihlata, karbiini, carbine, carbide, karbiinin
καραμπίνα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skydevåben, riffel, gevær, karabin, Carbine, karabinen
καραμπίνα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zbraň, ručnice, dělo, puška, oloupit, kulovnice, obrat, karabina, Carbine, karabiny, karabinu, karabinová
καραμπίνα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
armatka, gwintować, działo, fuzja, nagwintować, karabin, porywać, spluwanie, armata, sztucer, zrabować, broń, pistolet, obrabować, strzelba, porwać, karabinek, carbine, karabinka, karabinu
καραμπίνα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
löveg, ágyúlövés, ágyú, szórópisztoly, rohampuska, karabély, karabélyt, karabélyát, a karabélyát, a karabélyt
καραμπίνα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tüfek, karabina, carbine, karbin, kemere monte, kısa tüfek
καραμπίνα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
артилерист, канавка, обстрілювати, гармата, поріг, стромовина, брижа, рушниця, брижі, карабін, карабин, карабіна
καραμπίνα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pushkë, karabinë
καραμπίνα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
карабина, карабината, карабини, лека картечница
καραμπίνα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стрэльба, карабін
καραμπίνα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
püss, relv, püstol, vintpüss, karabiin, karabiini, lühike püss
καραμπίνα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
top, zarezivati, krasti, puška, revolver, brazdica, karabin
καραμπίνα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
byssa, carbine
καραμπίνα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šautuvas, karabinas, Karabinai, Karabinek
καραμπίνα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šautene, lielgabals, karabīne, karabīni
καραμπίνα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
карабин, карабина, карабинериски, карабинска
καραμπίνα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
puc, puşcă, carabină, carabina, carbine, carabine
καραμπίνα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
puška, Karabin, karabinska, karabinski, Carbine, karabinske
καραμπίνα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
puška, zbraň, karabína, karabina, karabínka
Στατιστικά δημοτικότητας: καραμπίνα
Τυχαίες λέξεις