Возмущение στα ελληνικά
Μετάφραση: возмущение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξέγερση, οργή, αγανάκτηση, μνησικακία, προπηλακίζω, επανάσταση, προσβολή, διατάραξη, διαταραχή, διαταραχής, διατάραξης, όχλησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возмущать στα ελληνικά - σοκ, κραδασμός, οργή, κρούση, προσβολή, προπηλακίζω, διαταράσσω, ...
- возмущаться στα ελληνικά - κόψιμο, κόβω, κοπή, δυσανασχετούν, δυσφορούν, αγανακτούν, δυσανασχετούν με, ...
- возмущенно στα ελληνικά - αγανάκτηση, αγανακτισμένος, αγανακτισμένα, με αγανάκτηση, τάσσονται σε υψηλούς τόνους
- возмущенный στα ελληνικά - αγανακτισμένος, αγανακτισμένοι, αγανακτισμένων, αγανακτισμένη, αγανάκτησε
Τυχαίες λέξεις
Возмущение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξέγερση, οργή, αγανάκτηση, μνησικακία, προπηλακίζω, επανάσταση, προσβολή, διατάραξη, διαταραχή, διαταραχής, διατάραξης, όχλησης
Μεταφράσεις: εξέγερση, οργή, αγανάκτηση, μνησικακία, προπηλακίζω, επανάσταση, προσβολή, διατάραξη, διαταραχή, διαταραχής, διατάραξης, όχλησης