Вопить στα ελληνικά

Μετάφραση: вопить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωνάζω, στριγγλίζω, στριγκλίζω, ουρλιάζω, κραυγή, φωνάζουν, φωνάξει, φωνάζεις
Вопить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вооруженный στα ελληνικά - ένοπλος, ένοπλες, ενόπλων, ένοπλη, ένοπλων
  • вооружить στα ελληνικά - μπράτσο, χέρι, όπλο, βραχίονα, βραχίονας, σκέλος
  • вопиющий στα ελληνικά - θλιβερός, κλάψιμο, αισχρός, ολοφάνερος, χονδροειδής, πρόστυχος, ακαθάριστος, ...
  • воплотить στα ελληνικά - εκφράζω, προσωποποιώ, συσσωματώνω, ενσωματώνω, παριστάνω, ενσαρκώνω, μεταφράζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Вопить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωνάζω, στριγγλίζω, στριγκλίζω, ουρλιάζω, κραυγή, φωνάζουν, φωνάξει, φωνάζεις