Λέξη: κατρακυλώ
Σχετικές λέξεις: κατρακυλώ
κατρακυλώ αγγλικά
Μεταφράσεις: κατρακυλώ
κατρακυλώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tumble, plummet, topples, tumbles, plummets
κατρακυλώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
caída, caer en picado, plomada, desplomará, en picado, desplomaría
κατρακυλώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fall, sturz, wasserglas, Lot, Senkblei, stürzen, sinken, einbrechen
κατρακυλώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
choir, chute, culbuter, retomber, dégringolade, écroulement, renversement, déchéance, tomber, cas, renverser, jeter, chavirer, culbute, plomb, dégringoler, chuter, effondrer, se effondrer
κατρακυλώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
caduta, piombino, precipitare, precipiterà, crollare, discendere
κατρακυλώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prumo, despencar, plummet, cair, despencam
κατρακυλώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schietlood, vislood, paslood, dalen, kelderen
κατρακυλώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трепать, пасть, валиться, кувыркаться, вывалиться, повалиться, падение, упасть, падать, беспорядок, впасть, смятение, отвес, падают, резко падать, резко упасть
κατρακυλώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fall, plummet, raser nedover, stuper, styrter, loddet
κατρακυλώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stupa, falla, trilla, lod, plummet, plummeten, sjunka, rasa
κατρακυλώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
putous, kaataa, voimistella, keikahdus, kaatua, syöksyä, romahtaa, romahtamaan, romahtavat, romahtavan
κατρακυλώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fald, styrtdykke, falde brat, livsvigtig, styrtdykker, styrter
κατρακυλώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
padnout, spadnout, svalit, porazit, překotit, zmatek, pád, rozházet, povalit, shodit, skácet, zřícení, olovnice, klesnout, klesnou, propadla, propadat
κατρακυλώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozbabrać, potoczyć, przewrócić, upaść, odrdzewiać, walić, rozkopać, upadek, rozgrzebać, przewracać, pion, sonda, gwałtownie spadły, spadają, plummet
κατρακυλώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bukás, nehezék, zuhannak, zuhanásszerű, libellával, plummet
κατρακυλώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düşüş, düşme, zoka, dibe, plummet, dalmak, şakül
κατρακυλώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
упасти, впасти, падіння, падати, схил, висок, виска
κατρακυλώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
peshë, bien, plumbç, peshë në
κατρακυλώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лот, отвеса, отвес, рязък спад, спадне рязко
κατρακυλώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адвес, вагу
κατρακυλώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
veerema, kukkuma, langema, langeda, järsku vähenemist, järsult kahanenud, järsult kahanenud ja
κατρακυλώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kotrljati, pasti, preturiti, survati, prevaliti, olovo za pecanje, olovni visak, padnu, strmoglavo padaju
κατρακυλώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brölta, falla, hrynja, plummet, lækkað verulega, lækkað verulega í
κατρακυλώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
svarstis, staiga kristi, svambalas, grimzdas, pasvaras
κατρακυλώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krišana, sabrukums, bojāeja, kritiens, lote, kristies, strauji kristies, smagums
κατρακυλώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
падот, опаѓа, ќе паднат, паднат, ќе паднат и
κατρακυλώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cădere, fir cu plumb, prăbușească, se prăbușească, de centrare, plummet
κατρακυλώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
padle, znižale, strmoglavile, silovito padle, močno upadanje
κατρακυλώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pád, olovnica, olovnice
Τυχαίες λέξεις