Λέξη: παράγοντας

Σχετικές λέξεις: παράγοντας

παράγοντας rhesus, παράγοντας viii, παράγοντας von willebrand, παράγοντασ του εδεσσαϊκού, παράγοντας νέκρωσης όγκων, παράγοντασ ρέζουσ, παράγοντας εδεσσαϊκού, παράγοντας v leiden, παράγοντας english, παράγοντας συνώνυμο

Συνώνυμα: παράγοντας

συντελεστής, πράκτορας, μεσίτης, παράγοντας προστασίας, SPF, μεγιστάνας, άρχοντας, θεώρηση, μελέτη, υπόληψη, λόγος, λεπτότητα

Μεταφράσεις: παράγοντας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
factor, agent, producing, agent is, factor in
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
factor, factor de, factores, el factor, factor que
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kommissionär, makler, kommissionärin, element, faktor, warenmakler, einfluss, geschäftsführer, Faktor, Faktors
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
facteur, agent, gène, élément, médiateur, intermédiaire, courtier, facteurs, facteur de, le facteur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coefficiente, sensale, fattore, fattore di, elemento, fattori, il fattore
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rudimento, corretor, meio, elemento, componente, fator, fator de, factor de, fatores
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
element, bestanddeel, beginsel, makelaar, factor, factor is, factoren
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фактор, множимое, элемент, комиссионер, особенность, причина, коэффициент, маклер, сомножитель, условие, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
faktor, faktoren, forhold
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mäklare, agent, faktor, faktorn, faktor som
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
välittäjä, kerroin, osatekijä, faktori, aines, alkuaine, ainesosa, osa, tekijä, tekijänä, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
faktor, faktoren, element, forhold
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
faktor, zprostředkovatel, složka, makléř, činitel, faktorem, faktoru
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czynnik, agent, mnożnik, okoliczność, faktor, wydźwięk, ajent, pośrednik, współczynnik, czynnikiem, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tényező, faktor, faktora, tényezőt, tényezője
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
komisyoncu, öğe, simsar, eleman, faktör, faktörü, faktördür, bir faktör, etken
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
комісіонер, посередник, чинник, агент, фактор
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjeni, faktor, faktori, faktor i, faktori i, element
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фактор, ген, коефициент, фактор на, фактор за
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фактар, чыньнік
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
faktor, edasimüüja, tegur, teguriks, teguri
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čimbenik, činilac, faktor, čimbenika, faktora, činitelj
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þáttur, þátturinn, atriði, storkuþáttar, þáttur sem
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
faktorius, elementas, genas, veiksnys, koeficientas, faktoriaus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
faktors, gēns, koeficients, faktoru, koeficientu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ген, фактор, фактор на, факторот, фактор за, фактори
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
genă, factor, agent, factor de, factorul, factorului, factorul de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
faktor, dejavnik, faktorja
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
faktor, faktorom, koeficient, faktora

Στατιστικά δημοτικότητας: παράγοντας

Τυχαίες λέξεις