Ворчание στα ελληνικά

Μετάφραση: ворчание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποπαίρνω, μουρμουρίζω, γρυλλίζω, μεμψιμοιρώ, γκρινιάζω, μουγκρίζω, γρυλλισμός, βουτυρόψαρο, γρύλισμα, grunt
Ворчание στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ворсянка στα ελληνικά - νεράγκαθο
  • ворует στα ελληνικά - κλεψίματα, κλέβει, κλέβουν, κλέβει μέσα
  • ворчанье στα ελληνικά - μουγκρίζω, γκρινιάζω, μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ, γρυλλίζω, αποπαίρνω, γκρίνια, ...
  • ворчать στα ελληνικά - τζαναμπέτης, μαλώνω, γκρινιάρης, αποπαίρνω, γκρινιάζω, μεμψιμοιρώ, κοάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Ворчание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποπαίρνω, μουρμουρίζω, γρυλλίζω, μεμψιμοιρώ, γκρινιάζω, μουγκρίζω, γρυλλισμός, βουτυρόψαρο, γρύλισμα, grunt