Λέξη: κηδεμονία
Σχετικές λέξεις: κηδεμονία
κηδεμονία παιδιού κύπρος, κηδεμονία παιδιού, κηδεμονία παιδιών, κηδεμονία star, κηδεμονία ενηλίκου, κηδεμονία συνώνυμο, κηδεμονία ταινία, κηδεμονία τέκνων, κηδεμονία μαθητή, κηδεμονία ανηλίκου
Συνώνυμα: κηδεμονία
χρέωση, επιβάρυνση, γόμωση, δαπάνη, έξοδα, επιμέλεια, φύλαξη, επιτήρηση, φυλάκιση, φρούρηση, διδασκαλία, παιδαγωγία, επιτροπεία
Μεταφράσεις: κηδεμονία
κηδεμονία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
custody, guardianship, tutelage, trusteeship, charge
κηδεμονία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
guarda, detención, arresto, custodia, tutela, la tutela, de tutela
κηδεμονία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verwahrung, bewachung, obhut, aufbewahrung, arrest, gewahrsam, aufsicht, sorgerecht, haft, Vormundschaft, Vormundschafts, vormundschaftlicher, die Vormundschaft, Obhut
κηδεμονία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arrestation, détention, soin, emprisonnement, prison, tutelle, garde, arrêt, aide, violon, souci, assistance, la tutelle, de tutelle, tutelles
κηδεμονία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
detenzione, arresto, tutela, custodia, la tutela, di tutela, tutore
κηδεμονία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prisão, tutela, guarda, a tutela, de tutela, proteção
κηδεμονία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bewaring, hechtenis, hoede, arrestatie, aanhouding, hoederecht, arrest, voogdij, voogdijschap, curatele, de voogdij, bescherming
κηδεμονία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
охрана, попечение, заключение, опекун, хранение, сохранение, охранение, опека, опекунство, заточение, опеки, попечительство, попечительства
κηδεμονία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arrest, vergemål, ynder, verge, formynderskap, ynderskap
κηδεμονία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vårdnad, arrest, kvarsittning, försvar, förmyndarskap, förmynderskap, förmyndare, intressebevakning
κηδεμονία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huostaanotto, pidätys, vankeus, lapsenhuolto-oikeus, aresti, holhous, holhousta, holhouksen, holhottavien, vajaavaltainen
κηδεμονία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
værgemål, formynderskab, værge, værgemålet, lavværgemål
κηδεμονία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
opatrování, střežení, starost, poručnictví, vězení, vazba, péče, úschova, opatrovnictví, opatrovnický, poručenství
κηδεμονία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kustodia, nadzór, areszt, ochrona, piecza, opieka, kuratela, opiekuńczy, kurateli, opieka prawna
κηδεμονία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gondnokság, gyámság, gondnoksági, gyámügyi, a gondnokság
κηδεμονία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vasilik, vesayet, vesayetçi, velayet, velilik
κηδεμονία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
охорона, висновок, доглядач, схов, збереження, укладання, хоронитель, опіка, опіку
κηδεμονία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kujdestari, kujdestaria, kujdestarisë, i kujdestarisë, kujdestarinë
κηδεμονία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
попечителство, опека, опекунство, настойничество, запрещение
κηδεμονία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апека, апекі, апякуецца
κηδεμονία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vahistus, eestkoste, hooldus, paeluss, eestkosteasutuse, eestkostet, eestkostja, eestkosteasutus
κηδεμονία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kustos, tutor, kustosa, starateljstvo, skrbništvo, skrbništva, starateljstva, starateljstvu
κηδεμονία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hald, forræði, umsjón
κηδεμονία στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
custodia
κηδεμονία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
globa, globos, rūpybos, globą
κηδεμονία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizbildnība, aizbildniecības, aizbildnībā, aizbildnības, aizbildnību
κηδεμονία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
старателство, старателството, за старателство, старател
κηδεμονία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tutelă, tutela, tutelară, tutelei, tutelare
κηδεμονία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vaba, skrbništvo, skrbništvu, Skrbniška, skrbništva, varuštvo
κηδεμονία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poručníctvo, poručníctva, opatrovníctva, opatrovníctvom, poručníctve