Восхождение στα ελληνικά
Μετάφραση: восхождение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανατέλλω, ανεβαίνω, ορθώνομαι, αύξηση, ανάβαση, σκαρφαλώνω, βουνό, όρος, αυξάνομαι, η ανάβαση, την ανάβαση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- восходить στα ελληνικά - αυξάνομαι, βουνό, αύξηση, αναρριχώμαι, όρος, χουρμάς, ημερομηνία, ...
- восходящий στα ελληνικά - αύξουσα, φθίνουσα, Ταξινόμηση, αυξουσα, σειρά Αύξουσα
- восшествие στα ελληνικά - ένταξη, απόκτημα, ανάβαση, άνοδος, προσχώρηση, προσχώρησης, την προσχώρηση, ...
- восьмая στα ελληνικά - τρέμω, όγδοο, όγδοη, όγδοου, όγδοης, όγδοος
Τυχαίες λέξεις
Восхождение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανατέλλω, ανεβαίνω, ορθώνομαι, αύξηση, ανάβαση, σκαρφαλώνω, βουνό, όρος, αυξάνομαι, η ανάβαση, την ανάβαση
Μεταφράσεις: ανατέλλω, ανεβαίνω, ορθώνομαι, αύξηση, ανάβαση, σκαρφαλώνω, βουνό, όρος, αυξάνομαι, η ανάβαση, την ανάβαση