Λέξη: φάση

Σχετικές λέξεις: φάση

φάση rem, φάση κύματος, φάση σελήνης όταν γεννήθηκα, φάση φεγγαριού, φάση συνώνυμα, φάση ετυμολογία, φάση σελήνης, φάση της σελήνης, φάση σελήνης τώρα, φάση της σελήνης την ημέρα που γεννήθηκες

Συνώνυμα: φάση

φάσις, στάδιο, σκηνή, εξέδρα, λεωφορείο, παλκοσενικό

Μεταφράσεις: φάση

φάση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stage, phase, phase was, phase of, colleagues

φάση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estrado, etapa, escenario, fase, escena, estadio, fase de, de fase, la fase

φάση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zwischenstufe, inszenieren, schichtstufe, bühne, schauplatz, podium, postkutsche, stadium, phase, etappe, stufe, Phase, Phasen

φάση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
estrade, scène, période, diligence, phase, machiniste, époque, stade, étape, station, palier, tenue, théâtre, la phase, phase de, phases

φάση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
teatro, inscenare, periodo, tappa, scena, fase, palcoscenico, fase di, di fase, fasi

φάση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
petróleo, estágio, palco, etapa, fase, estádio, veado, fase de, de fase, fases

φάση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stadium, podium, leiding, fase, toneel, etappe, schijngestalte, kwartier, bestuur, tribune, stadie, fase van, fasen

φάση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ярус, инсценировать, стадия, этап, фация, период, люлька, сцена, фаза, помост, фазировать, ступень, эстрада, платформа, формация, режиссировать, фазы, фазу, фаз

φάση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skueplass, fase, scene, fasen

φάση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fas, skede, scen, estrad, fasen, etappen

φάση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erä, jakso, lava, vaihe, esitellä, näyttämö, etappi, ilmentää, vaiheen, vaiheessa, faasi, vaiheeseen

φάση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
scene, fase, fasen, etape

φάση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stádium, fáze, zastávka, stupeň, dějiště, epocha, divadlo, jeviště, období, etapa, pódium, fází, fázový, fázového

φάση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
estrada, wyreżyserować, scena, inscenizować, scenografia, okres, wystawiać, etap, faza, przeskok, zainscenizować, organizować, stadium, fazy, fazę, faz, w fazie

φάση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
színpad, munkaállvány, etap, mozzanat, munkaállás, állomás, útszakasz, fázis, szakasz, fázisú, fázisban, szakaszban

φάση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sahne, safha, faz, fazlı, fazı, aşaması

φάση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інсценувати, пристань, стадія, фаза

φάση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fazë, skenë, faza, faza e, fazën, fazën e

φάση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фаза, сцена, фаза на, фазата, фазова

φάση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фаза

φάση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
etapp, aste, faas, lava, faasi, etapi, faasis

φάση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
fazu, stanje, kazalište, faza, etapa, scene, mijena, pozornica, bina, faze, fazi, se faza

φάση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áfangi, keiksvið, áfanga, fasinn, fasa, stigs

φάση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pulpitum, aetas

φάση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pakopa, fazė, scena, etapas, fazės, etapo, etapą

φάση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fāze, skatuve, pakāpe, posms, fāzes, posma, posmu

φάση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фаза, фазата, фаза на, фазата на

φάση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scenă, fază, faza, de fază, faza de, etapă

φάση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
etapa, fáze, faza, faze, fazo, fazi, postopnem uvajanju

φάση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
etapa, stupeň, fáze, fázy, fáza, etapy, fázu

Στατιστικά δημοτικότητας: φάση

Τυχαίες λέξεις