Вотировать στα ελληνικά
Μετάφραση: вотировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψήφος, ψηφίζω, ψηφίστε για, Ψηφήστε για, ψηφίστε υπέρ, ψηφίστε υπέρ του, ψηφίστε υπέρ των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- восьмушка στα ελληνικά - όγδοα, ογδόων, eighths, τρία όγδοα, συν τρία όγδοα
- вотан στα ελληνικά - γυναίκα, Woden
- воткать στα ελληνικά - διαπλέκω, συνηφαίνω, αλληλοδιαπλέκονταν, interweave, διαπλέξει
- воткнуть στα ελληνικά - τοποθετώ, βάζω, οδηγούν, οδήγηση, οδηγείτε, οδήγησης, οδηγεί
Τυχαίες λέξεις
Вотировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψήφος, ψηφίζω, ψηφίστε για, Ψηφήστε για, ψηφίστε υπέρ, ψηφίστε υπέρ του, ψηφίστε υπέρ των
Μεταφράσεις: ψήφος, ψηφίζω, ψηφίστε για, Ψηφήστε για, ψηφίστε υπέρ, ψηφίστε υπέρ του, ψηφίστε υπέρ των