Впечатление στα ελληνικά

Μετάφραση: впечатление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενέργεια, επενεργώ, πεποίθηση, αίσθημα, εντυπωσιάζω, αντίληψη, εντύπωση, επιρροή, ιδέα, πίστη, γνώμη, άποψη, γνωμάτευση, αίσθηση, εντύπωση που, εικόνα, εντυπώσεις
Впечатление στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вперять στα ελληνικά - φτιάχνω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζει, καθορίζουν
  • вперёд στα ελληνικά - σε, εμπρός, μπρος, μπροστινός, προς τα εμπρός, μπροστά, τα εμπρός, ...
  • впечатлительность στα ελληνικά - ευαισθησία, ευπάθεια, impressionability
  • впечатлительный στα ελληνικά - εύθικτος, οξύθυμος, εντατικός, έντονος, ευεπηρέαστος, ευπαθής, επιδεικτικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Впечатление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενέργεια, επενεργώ, πεποίθηση, αίσθημα, εντυπωσιάζω, αντίληψη, εντύπωση, επιρροή, ιδέα, πίστη, γνώμη, άποψη, γνωμάτευση, αίσθηση, εντύπωση που, εικόνα, εντυπώσεις