Λέξη: συκώτι

Σχετικές λέξεις: συκώτι

συκώτι σαβόρε, συκώτι με μέλι, συκώτι αργυρώ, συκώτι μοσχαρίσιο, συκώτι μοσχαρίσιο θεικό, συκώτι και εγκυμοσύνη, συκώτι μοσχαρίσιο θερμίδες, συκώτι στο φούρνο, συκώτι ψητό, συκώτι με μήλα, συκωτι, συκώτι συνταγή

Συνώνυμα: συκώτι

ζων

Μεταφράσεις: συκώτι

συκώτι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
liver, the liver, livers

συκώτι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hígado, hepática, del hígado, de hígado, el hígado

συκώτι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leber, Leber, der Leber

συκώτι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
foie, hépatique, le foie, du foie, hépatiques

συκώτι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fegato, epatica, del fegato, di fegato, al fegato

συκώτι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
animar, fígado, hepática, do fígado, de fígado, hepático

συκώτι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lever, de lever, lever-, leveraandoening, levertransplantatie

συκώτι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гуляка, гурман, ливер, печенка, печёнка, печень, печени, печенки

συκώτι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lever, leveren, leverskader

συκώτι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lever, levern, lever-

συκώτι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maksa, maksan, maksassa, maksaan, maksa-

συκώτι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lever, leveren, liver, lever-

συκώτι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
játra, jater, jaterní, jaterních, játrech

συκώτι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wątróbka, wątroba, wątroby, z wątroby, wątrobę

συκώτι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
máj, májban, a máj, máj-, májat

συκώτι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karaciğer, karaciğeri, ciğer

συκώτι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пожвавлюється, печінку, печінка

συκώτι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mëlçi, mëlçisë, të mëlçisë, mëlçia, i mëlçisë

συκώτι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
печена, черен дроб, черния дроб, чернодробна, чернодробно, на черния дроб

συκώτι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
печань, пячонка, пячонку

συκώτι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maks, maksa, maksas, maksa-, maksafunktsiooni

συκώτι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jetra, jetre, jetri, jetru, jetrenih

συκώτι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lifur, lifrarstarfsemi, lifrin, lifrar, í lifur

συκώτι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kepenys, kepenų, kepenyse, kepenims, kepenis

συκώτι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aknas, aknu, aknām, aknās, aknu darbības

συκώτι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
црниот дроб, на црниот дроб, црн дроб, црниот, на црниот

συκώτι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ficat, hepatice, hepatică, ficatului, de ficat

συκώτι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jetra, jeter, jetrna, jetrih, jetrne

συκώτι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pečeň, pečene

Στατιστικά δημοτικότητας: συκώτι

Τυχαίες λέξεις