Впечатлять στα ελληνικά
Μετάφραση: впечатлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξαφνιάζω, ζαλίζω, εκπλήσσω, χτυπώ, απεργία, αποσβολώνω, εντυπωσιάζω, συντρίβω, εντυπωσιάσουν, εντυπωσιάσει, εντυπωσιάζουν, εντυπωσιάσετε, εντυπωσιάζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- впечатлительность στα ελληνικά - ευαισθησία, ευπάθεια, impressionability
- впечатлительный στα ελληνικά - εύθικτος, οξύθυμος, εντατικός, έντονος, ευεπηρέαστος, ευπαθής, επιδεικτικός, ...
- впечатляющий στα ελληνικά - δραματικός, εντυπωσιακός, εντυπωσιακό, εντυπωσιακή, εντυπωσιακά, εντυπωσιακές
- вписанный στα ελληνικά - χαραγμένο, ενεπίγραφες, χαραγμένα, ενεπίγραφη, εγγεγραμμένο
Τυχαίες λέξεις
Впечатлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξαφνιάζω, ζαλίζω, εκπλήσσω, χτυπώ, απεργία, αποσβολώνω, εντυπωσιάζω, συντρίβω, εντυπωσιάσουν, εντυπωσιάσει, εντυπωσιάζουν, εντυπωσιάσετε, εντυπωσιάζει
Μεταφράσεις: ξαφνιάζω, ζαλίζω, εκπλήσσω, χτυπώ, απεργία, αποσβολώνω, εντυπωσιάζω, συντρίβω, εντυπωσιάσουν, εντυπωσιάσει, εντυπωσιάζουν, εντυπωσιάσετε, εντυπωσιάζει