Вплоть στα ελληνικά

Μετάφραση: вплоть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακόμα, ίσος, επάνω, πάνω, μέχρι, έως, up
Вплоть στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вплетать στα ελληνικά - μίτος, κλωστή, ύφανση, ύφανσης, πλέξη, υφαίνουν, την ύφανση
  • вплотную στα ελληνικά - πνιγηρός, κολλητός, αποπνιχτικός, βαριά, κοντά, σοβαρά, στενή, ...
  • вплывать στα ελληνικά - επενεργώ, επιρροή, επενέργεια, κολύμπησε, κολύμπησαν, κολυμπούσε, κολυμπούσαν, ...
  • вполнакала στα ελληνικά - αμυδρά, με χαμηλό, dimly, συνθήκες χαμηλού, αμυδρώς
Τυχαίες λέξεις
Вплоть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακόμα, ίσος, επάνω, πάνω, μέχρι, έως, up