Впутывать στα ελληνικά
Μετάφραση: впутывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιλαμβάνω, εμπλέκω, μπλέκω, εμπλέκομαι, εμπλέκουν, ενοχοποιούν, εμπλέξει, εμπλέκει, εμπλέξουν
Μεταφράσεις
- впустить στα ελληνικά - ρανίδα, παραδέχομαι, μειώνομαι, εισάγω, σταγόνα, ομολογώ, παραδέχονται, ...
- впутаться στα ελληνικά - παίρνω, αποκτώ, embroiling
- впятеро στα ελληνικά - πενταπλάσια, πενταπλασιάστηκαν, πενταπλάσιο, πενταπλασιάστηκε, πενταπλό
- враг στα ελληνικά - αντίθεση, αντιπολίτευση, αντίπαλος, εχθρός, εχθρό, εχθρού, του εχθρού, ...
Τυχαίες λέξεις
Впутывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιλαμβάνω, εμπλέκω, μπλέκω, εμπλέκομαι, εμπλέκουν, ενοχοποιούν, εμπλέξει, εμπλέκει, εμπλέξουν
Μεταφράσεις: περιλαμβάνω, εμπλέκω, μπλέκω, εμπλέκομαι, εμπλέκουν, ενοχοποιούν, εμπλέξει, εμπλέκει, εμπλέξουν